Από την πρόταση αναθεώρησης που υπέβαλε το ΠΑΣΟΚ εστιάζω την προσοχή μου σε πέντε σημεία, η απόρριψη των οποίων από την σημερινή πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας θα ήταν μία εκδήλωση κομματικού πατριωτισμού, χωρίς ιδεολογικό, κοινωνικό και θεσμικό αντίκρισμα. Αντιθέτως η αποδοχή των προτάσεων αυτών του ΠΑΣΟΚ από την απλή πλειοψηφία της σημερινής Βουλής, κάτι που θα γίνει – εκτός απροόπτου – για τις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας (με πιθανή εξαίρεση την πρότασή της για την αύξηση των βουλευτών επικρατείας), αφήνει ανοιχτό το πεδίο των συναινέσεων στην επόμενη αναθεωρητική Βουλή που έχει την τελική αρμοδιότητα να καταστρώσει νομοτεχνικά και να ψηφίσει τις αναθεωρημένες διατάξεις. Και αυτό πρέπει, για λόγους προστασίας του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος, αλλά και για λόγους θεσμικής και ιστορικής πρόνοιας, να γίνει από την αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του αριθμού των βουλευτών, κορμός της οποίας στην επόμενη Βουλή θέλουμε να είναι η κυβερνητική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ. Καμιά όμως κυβερνητική πλειοψηφία δεν πρέπει να καθίσταται από μόνη της και αναθεωρητική.
- Το πρώτο σημείο είναι η προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 3 που αποσαφηνίζει αυτό που αποδέχεται η συντριπτική πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας: ότι η «επικρατούσα θρησκεία» δεν είναι η επίσημη ή κρατική θρησκεία, αλλά η θρησκεία της πλειονότητας. Συνεπώς, το άρθρο 3 που ρυθμίζει πλήθος θεμάτων με ιστορικό βάθος, όπως οι σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν συνιστά σε καμία περίπτωση βάση περιορισμού της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας που κατοχυρώνονται στο άρθρα 4 και 13 και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είτε εισαχθεί ρητά είτε όχι αυτή η αυτονόητη ερμηνευτική δήλωση, το περιεχόμενό της ισχύει ούτως ή άλλως. Τυχόν εμμονή της Νέας Δημοκρατίας στο να μην περιληφθεί, θα συνιστούσε μία περιττή μάχη συντηρητικής οπισθοφυλακής που επιπλέον εκθέτει την ίδια την Εκκλησία, η οποία ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι το άρθρο 3 δικαιολογεί περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας, ή ότι «επικρατούσα θρησκεία» σημαίνει «επίσημη» ή «κρατική θρησκεία». Μια τέτοια αντιθεολογική και πολιτειοκρατική αντίληψη προσβάλει χωρίς λόγο την Εκκλησία και αποδυναμώνει το λόγο της. Είναι βέβαιο ότι όσοι μελετήσουν καλόψυχα την τεκμηρίωση της πρότασης του ΠΑΣΟΚ (σχετικές είναι οι σελίδες 71 – 83 της μελέτης μου «Συνταγματική αυτοσυνειδησία ή αναθεωρητικός οίστρος;», 2006 και πιο συνοπτικό σχετικό άρθρο μου με τίτλο: «Αναθεώρηση σχέσεων κράτους – εκκλησίας», 9.2.2006 στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία») θα συμφωνήσουν μαζί της, γιατί λέγοντας το αυτονόητο επιλύεται, με σεβασμό όλων των πιθανών ευαισθησιών, χωρίς τριβές, ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα στις σχέσεις κοινωνίας και κράτους.
Αν σε αυτά τα σημεία προστεθούν και εκείνα στα οποία υπάρχει δυνατότητα σύγκλισης όχι για τα ειδικότερα θέματα, αλλά για την ανάγκη αναθεώρησης (π.χ. άρθρο 14 παρ. 9) καθώς και τα σημεία τα οποία είναι, σε μεγάλο βαθμό, τεχνικά (π.χ. διαδικασία ψήφισης προϋπολογισμού και παροχής εγγυήσεων του Δημοσίου, εκσυγχρονισμός, ολοκλήρωση και διαφανής οργάνωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων) μπορεί να διαμορφωθεί ένα πολύ σημαντικό πεδίο συνταγματικής συναίνεσης που να επιτρέψει στην ερχόμενη αναθεωρητική Βουλή να προσθέσει και όχι να αφαιρέσει από το πλούσιο αναθεωρητικό κεκτημένο του 2001.