ΙΙΙ. Η πρόκληση των θεσμών και της συνταγματικής αναθεώρησης: Δημοκρατική συμμετοχή, κράτος δικαίου, ανθρώπινα δικαιώματα, κοινωνία των πολιτών
Το Σύνταγμα δεν
είναι ούτε πρόσχημα πίσω από το οποίο κρύβεται η πολιτική αμηχανία, ούτε
πεδίο ασκήσεων ερασιτεχνισμού και δημαγωγίας. Είναι η κυριότερη κατάκτηση
της περιόδου της νεωτερικότητας. Μια κατάκτηση που στην Ευρώπη ταυτίζεται
με το δημοκρατικό κοινωνικό κράτους δικαίου. Τα ευρωπαϊκά συντάγματα
δεν είναι ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας
ωρίμανσης, μιας ευρύτατης πολιτικής συναίνεσης που αποτυπώνεται στην εσωτερική
διαστρωμάτωση κάθε συνταγματικού κειμένου: τα σοσιαλιστικά ιδεώδη, ο πολιτικός
φιλελευθερισμός, η οικονομία της αγοράς, τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων
αρχικά και όλων των πολιτών στη συνέχεια, συνυπάρχουν και συντίθενται σε
συντάγματα αυτού του τύπου που διαμορφώνουν το θεσμικό πλαίσιο μες στο
οποίο μπορούν να εκλέγονται και να εφαρμόζουν την πολιτική τους κυβερνήσεις
διαφορετικών χρωμάτων και αντιλήψεων. Άρα,
με το Σύνταγμα δε μπορεί να παίζει
κανείς συγκυριακά.
Η αναθεώρηση του 2001 προετοιμάστηκε επί
έξι και πλέον χρόνια (1995/2001) από τρεις συνεχόμενες Βουλές (1993, 1996,
2000) και επέτρεψε να επέλθουν, με συναινετικό τρόπο και ευρύτατη πλειοψηφία,
αλλαγές σε 113 συνταγματικές διατάξεις. Οι υποθέσεις των Πακιστανών και
των υποκλοπών αποκτούν διαστάσεις μεγάλου νομικού, και όχι μόνον πολιτικού,
σκανδάλου, επειδή το αναθεωρημένο Σύνταγμα καθιστά απαγορευμένες και παράνομες
τις αντίστοιχες πράξεις και παραλήψεις της εξουσίας. Ο πολίτης θωρακίζεται
απόλυτα. Το κοινωνικό κράτος αναγορεύεται σε ρητή συνταγματική αρχή. Νέοι,
διεθνώς πρωτοποριακοί, θεσμοί συναίνεσης ιδρύθηκαν και λειτούργησαν. Το
δε κοινοβουλευτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι το πιο απλό και λειτουργικό
της Ευρώπης. Το 2001, ολοκληρώθηκε ουσιαστικά η μεταπολίτευση του 1974
σε συνταγματικό επίπεδο, καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα αποδέχονται για πρώτη
φορά χωρίς επιφυλάξεις όλο το εύρος της συνταγματικής ύλης, όπως αυτό διαμορφώθηκε
το 1975, το 1986 και το 2001.
Αυτό δε σημαίνει
ότι δεν χρειάζονται μεταβολές στο συνταγματικό κείμενο. Πάντα υπάρχουν
νέες εμπειρίες και νέες προκλήσεις. Σε πολλές χώρες, η αναθεωρητική διαδικασία
είναι σχεδόν συνεχής. Η πενταετής προθεσμία ωρίμανσης που επιβάλλει το
Σύνταγμά μας επιβάλλει περίσκεψη πριν από κάθε αλλαγή, αλλά και επιτρέπει
την αλλαγή σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Αν, όμως, η κυβέρνηση ήθελε όντως συναίνεση
και μεταρρύθμιση, θα παρουσίαζε προτάσεις που θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές
από την αντιπολίτευση, και όχι ένα συνονθύλευμα πρόχειρων, περιττών, αλλά
και επικίνδυνων ρυθμίσεων.
Ας δούμε συνοπτικά
μερικά κρίσιμα θέματα:
- Το
οικολογικό σύνταγμα στην Ελλάδα είναι από τα πληρέστερα διεθνώς. Το άρθρο 24, όπως
διαμορφώθηκε το 2001, διασφαλίζει την αειφορία και την αλληλεγγύη των
γενεών. Ο διαχωρισμός του βαθμού προστασίας μεταξύ δασών και δασικών
εκτάσεων μπορεί να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Αν το ζήτημα είναι
μόνον το ποιες αεροφωτογραφίες θα λαμβάνονται υπόψη, τότε αυτό δεν
αφορά καθόλου το άρθρο 24.
- Αν θέλουμε
να είμαστε ριζοσπαστικότεροι στα ζητήματα της αυτοδιοίκησης και της
αποκέντρωσης, δε χρειάζεται καμία συνταγματική μεταβολή (πλην ίσως
μιας αποσαφήνισης του άρθρου 43 για τις κανονιστικές αρμοδιότητες των
ΟΤΑ, όταν αυτοί ασκούν κρατικές αρμοδιότητες). Μια αναλυτικότερη, όμως, συνταγματική
διατύπωση δεν βλάπτει (αν και αυτό δεν αποκλείεται).
- Το πρόβλημα
της ελληνικής πολιτικής ζωής δεν είναι θεσμικό, αλλά ουσιαστικό. Αφορά
νοοτροπίες και πρακτικές. Η ανανέωση της πολιτικής ατμόσφαιρας δεν προσκρούει
στο Σύνταγμα. Δεν έχουν, συνεπώς, νόημα προτάσεις για τη συντηρητική
«δικαστικοποίηση» της πολιτικής ζωής. Θεσμοί ελέγχου της διαφάνειας
υπάρχουν, χρειάζεται, όμως, η συνεπής και λειτουργία τους. Το πολιτικό
χρήμα και η ασυλία των βουλευτών αντιμετωπίζονται εφόσον διαμορφωθούν
οι κατάλληλες πρακτικές και λειτουργήσουν οι υφιστάμενοι θεσμοί.
- Το
πρόβλημα της δικαιοσύνης είναι η εσωτερική
της ανεξαρτησία, η διαφάνεια και η ποιότητά της, η συμπεριφορά της
απέναντι στον πολίτη και όχι η συντηρητική πολιτικοποίησή της μέσω
της διαδικασίας επιλογής της ηγεσίας της. ΄Ένα συνταγματικό
δικαστήριο, χωρίς να θίγεται η διάχυτη αρμοδιότητα του ελέγχου
της συνταγματικότητας από όλα τα δικαστήρια, είναι χρήσιμο για την
αναβάθμιση και ενοποίηση της συνταγματικής νομολογίας. Ένα, όμως, τέτοιο
δικαστήριο πρέπει να επιλέγεται με ευρύτατη πλειοψηφία των 2/3 από
την ολομέλεια της Βουλής, όπως συμβαίνει στη Γερμανία, να μην έχει
τυχαία σύνθεση βραχείας θητείας και κυρίως να μην αναμιγνύεται σε αμιγώς
πολιτικά ζητήματα.
- Οι σχέσεις Εθνικού
Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Δικαίου δεν λύνονται
με τη μείωση της πλειοψηφίας των 3/5, όταν πρόκειται να κυρωθούν τροποποιήσεις
του πρωτογενούς δικαίου, και την αντικατάστασή της με την απλή πλειοψηφία,
όπως προτείνει η κυβέρνηση. Αντίθετως, το άρθρο 14 παρ. 9 στην
αναλυτική διατύπωση του οποίου επέμενε η Νέα Δημοκρατία ως αντιπολίτευση,
είναι ευκαιρία να γίνει πιο συνοπτικό και λιτό, ώστε να είναι πιο εύκολη
η εναρμόνισή του με το κοινοτικό δίκαιο.
- Ζητήματα
που λύνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ουσιαστικά
εντάσσονται στην ύλη του Συντάγματος μέσω του άρθρου 28. Αυτό αφορά θέματα,
όπως οι απαλλοτριώσεις (άρθρο 17) και το δικαίωμα στη δίκαιη
δίκη (άρθρο 20).
- Ζητήματα
που λύθηκαν με ελεύθερη και κατά συνείδηση ψήφο των βουλευτών του 2001,
όπως το επαγγελματικό ασυμβίβαστο, μόνο με τον ίδιο τρόπο μπορούν
να ξανάντιμετωπιστουν. Αναρωτιέμαι, όμως, ποια είναι η βάση του αιτήματος
κάποιων να είναι βουλευτές μερικής και όχι πλήρους και αποκλειστικής
απασχόλησης. Και, βεβαίως, απορώ πώς το δέχονται αυτό ορισμένοι κατ’
επάγγελμα επικριτές του πολιτικού κόσμου.
- Τα
μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια,
εφόσον είναι πράγματι πανεπιστήμια με όλη τη δέσμη των βασικών σχολών
και τμημάτων, εφόσον οι φοιτητές εισάγονται σε αυτά αξιοκρατικά και
εφόσον οι καθηγητές τους εκλέγονται με ακαδημαϊκά κριτήρια, είναι εξαιρετικά
δύσκολο να ιδρυθούν. Η σχετική συνταγματική πρόβλεψη θα αναδείξει έτσι
τα πραγματικά προβλήματα του δημοσίου πανεπιστημίου που είναι στην
Ευρώπη η κυρίαρχη μορφή της ανώτατης εκπαίδευσης.
- Η συνταγματική
κατοχύρωση του εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης θα λειτουργήσει
προτρεπτικά και διεκδικητικά με σοβαρές νομικές συνέπειες.
- Οι
νέοι θεσμοί συμμετοχής είναι πάντοτε ευπρόσδεκτοι, είτε αφορούν μετανάστες και αλλοδαπούς,
είτε τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία.
- Οι
διακριτοί ρόλοι κράτους – εκκλησίας, χωρίς
να θίγεται η ευαισθησία κανενός, εύκολα μπορούν να κατοχυρωθούν με
την εισαγωγή κάτω από το άρθρο 3 ερμηνευτικής δήλωσης που θα λέει
ρητά αυτό που αποδέχεται η επιστήμη: Επικρατούσα θρησκεία δεν είναι
η επίσημη ή κρατική, αλλά η θρησκεία της πλειονότητας. Και ότι η διάταξη
αυτή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεμελιώσει περιορισμούς της θρησκευτικής
ελευθερίας και ισότητας που διασφαλίζει το άρθρο 13.
Τώρα, συνεπώς που αρχίζει μία συζήτηση γύρω από το
Σύνταγμα, πρώτος στόχος πρέπει να είναι η καλλιέργεια της συνταγματικής
αυτοσυνειδησίας και του συνταγματικού πατριωτισμού και η αφομοίωση του
αναθεωρητικού κεκτημένου του 2001. Μόνο στη βάση αυτή μπορεί να προετοιμαστεί
σωστά το επόμενο βήμα.