Η καρδιά του ζητήματος είναι όμως το πώς μπορούν να σχεδιαστούν και να γίνουν πράγματα που η αγορά μόνη της είτε δεν μπορεί να συλλάβει με συστηματικό τρόπο είτε δεν μπορεί να προωθήσει γιατί ανήκουν στην αρμοδιότητα του κράτους. Όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο στις ημέρες μας, ο ρόλος του κράτους και όχι ο ρόλος της αγοράς είναι το κρίσιμο μέγεθος προκειμένου να σχεδιαστεί και να εφαρμοστεί ένα σύγχρονο μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης που διασφαλίζει ανταγωνιστικότητα και κοινωνική συνοχή σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Το κράτος μπορεί να παράσχει τις αναγκαίες θεσμικές εγγυήσεις, τις νομοθετικές και διοικητικές απλουστεύσεις, την ουσιαστική αποκέντρωση, την ενίσχυση της αυτοδιοίκησης, την επιτάχυνση της λειτουργίας της δικαιοσύνης, την προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις νέες απαιτήσεις, την οργάνωση των αναγκαίων ελέγχων και πιστοποιήσεων και φυσικά την εξασφάλιση του επιπέδου των κοινωνικών παροχών που αξιώνει ο σύγχρονος πολίτης.
Κράτος σημαίνει βέβαια και διευθέτηση των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε ό,τι γίνεται να κινείται μέσα στο πλαίσιο τα κοινοτικής έννομης τάξης, η οποία όμως δεν είναι εξωγενής αλλά συνδιαμορφώνεται και από την Ελλάδα καθώς και από όποια χώρα-μέλος έχει ευρωπαϊκή πολιτική και την προβάλει στα ευρωπαϊκά όργανα όλων των επιπέδων συμμετέχοντας στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς και στην πάντοτε ανοιχτή και σκληρή ενδοευρωπαϊκή διαπραγμάτευση.
Εξίσου σημαντικές είναι βέβαια οι πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις που αφορούν το πολιτικό σύστημα και τους κοινωνικούς εταίρους που πρέπει να πείθονται για τη σημασία ουσιαστικών αλλά και δίκαιων αλλαγών εκεί όπου χρειάζονται χωρίς να θίγονται οι εγγυήσεις του κοινωνικού κράτους και η κοινωνική συνοχή.
Στο πλαίσιο αυτό, καταλυτική σημασία έχουν, βέβαια, οι διεθνοπολιτικές προϋποθέσεις, η ομαλή εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η ειρήνη και η σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής, η σταδιακή μείωση και η πραγματική εκλογίκευση των αμυντικών δαπανών κ.ο.κ..
Κατά τον τρόπο αυτό, μπορεί να διαμορφωθεί ένα ελληνικό μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης ικανό να ενσωματώνει χρήσιμες πρακτικές, εφαρμοζόμενες με επιτυχία σε άλλες χώρες, κυρίως όμως να μετατρέπει τις ελληνικές ιδιομορφίες και ιδιοσυστασίες σε αναπτυξιακά πλεονεκτήματα. Όλα όμως αυτά πρέπει να ενταχθούν στο πυρήνα των βασικών δημόσιων πολιτικών και κυρίως των πολιτικών του φορολογικού, του εκπαιδευτικού και του κοινωνικο- ασφαλιστικού συστήματος, όπως και στην ίδια τη λογική κατάρτισης των κρατικών προϋπολογισμών. Αυτά είναι οι μοχλοί που μπορούν να διαμορφώσουν ένα ολοκληρωμένο μοντέλο ανάπτυξης και να προσανατολίσουν με επιτυχία όλες τις επιμέρους δημόσιες πολιτικές και πρακτικές.
Μια τέτοια προσέγγιση του μοντέλου ανάπτυξης εμπεριέχει κατ’ ανάγκην μια σειρά από κρίσιμες αξιακές και πολιτικές σταθμίσεις και επιλογές. Δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη, παρότι στόχος της είναι η μεγέθυνση της εθνικής οικονομίας και ταυτόχρονα η διασφάλιση της δικαιότερης κατανομής του κοινωνικού πλεονάσματος. Αυτή η διπλή κίνηση διαφοροποιεί την προσέγγιση αυτή από τις επικρατούσες νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις ή από τις πολιτικά αδρανείς και συντηρητικές απόψεις που απλώς περιγράφουν χωρίς να κατανοούν τις καταστάσεις. Ένα μοντέλο ανάπτυξης είναι συνεπώς μια ολοκληρωμένη αντίληψη για το γενικό συμφέρον της κοινωνίας και την ευημερία του ελληνικού λαού.