Η κυβέρνηση αξιοποιεί στο έπακρο μια παλιά και διαδεδομένη παρεξήγηση πως στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δηλαδή στις λεγόμενες ΔΕΚΟ, ισχύει η μονιμότητα του προσωπικού τους. Θέτει -υποτίθεται- στο στόχαστρο τα προνόμια των εργαζομένων στις επιχειρήσεις αυτές, σε σχέση με το εργασιακό καθεστώς του ιδιωτικού τομέα.
Πρέπει όμως να θυμηθούμε ότι στην αφετηρία των λεγόμενων «διαρθρωτικών αλλαγών», που προωθεί η κυβέρνηση ήταν η απόπειρα της να θέσει τρία μείζονα ζητήματα, που αφορούν το σύνολο των εργαζομένων, αλλά και των μικρών, κυρίως εμπορικών, επιχειρήσεων: Το ασφαλιστικό, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας και το ωράριο των καταστημάτων.
Είναι συνεπώς προφανές ότι το εργασιακό και το ασφαλιστικό καθεστώς των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν είναι παρά το προοίμιο του κυρίως θέματος, που είναι ο ιδιωτικός τομέας, η αγορά συνολικά και η αγορά εργασίας ειδικότερα.
Στην ελληνική έννομη τάξη και στο ελληνικό σύστημα εργασιακών σχέσεων κατά κυριολεξία μονιμότητα διασφαλίζεται μόνο για τους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς που υπηρετούν σε οργανικές θέσεις του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (άρθρο 103 Συντ.). Οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα συνδέονται με τις επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Δεν συνδέονται με συμβάσεις δημοσίου δικαίου και δεν εμπίπτουν στο άρθρο 103 Συντ. Ακόμη και σε όσες επιχειρήσεις υπάρχει το φαινόμενο των μακροχρόνιων συμβάσεων ορισμένου χρόνου ( ίσου με το συνολικό εργασιακό βίο των εργαζομένων προκειμένου αυτοί να είναι διασφαλισμένοι), το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο, δηλαδή η γνωστή οδηγία για τους συμβασιούχους, επιβάλλει οι σχετικές συμβάσεις εργασίας να θεωρούνται αορίστου χρόνου.
Αυτό συνεπώς που πολλοί ονομάζουν «μονιμότητα» στις ΔΕΚΟ δεν είναι παρά η ύπαρξη γενικών κανονισμών προσωπικού που έχουν καταρτιστεί με συλλογικές συμβάσεις εργασίας και προβλέπουν, για την περίπτωση απόλυσης, κριτήρια και διαδικασίες πιο αυστηρές από αυτές που προβλέπει η εργατική νομοθεσία για την ατομική καταγγελία σύμβασης ή για τις ομαδικές απολύσεις. Αυτό είναι αναγκαίο και για λόγους διαφάνειας, αξιοκρατίας και κομματικής ουδετερότητας ιδίως στις ΔΕΚΟ, αλλά και σε κάθε πολυπρόσωπη επιχείρηση, όπου αυτός που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα δεν μπορεί να έχει προσωπική αντίληψη για κάθε εργαζόμενο. Τέτοιοι κανονισμοί δεν ισχύουν παρόλα αυτά σε πολλές νεώτερες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα και σε πολλές θυγατρικές εταιρείες παλαιών ΔΕΚΟ. Αντιθέτως, τέτοιοι κανονισμοί προσωπικού ισχύουν σε μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις με ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα ή εργοδότες που αποδίδουν σημασία στην εργασιακή ειρήνη, επενδύουν στο προσωπικό τους και θεωρούν ότι ενισχύουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων τους.
Το ζήτημα συνεπώς που τίθεται είναι η δυνατότητα τροποποίησης αυτών των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Η τροποποίηση αυτή δεν μπορεί να γίνει μονομερώς από τον εργοδότη, ούτε με νομοθετική ρύθμιση, γιατί αυτό αντιβαίνει στο άρθρο 22 Συντ., που προστατεύει τη συλλογική αυτονομία και σε μια σειρά σχετικών διεθνώς συμβάσεων εργασίας, που έχει κυρώσει η χώρα μας.
Στην πρόσφατη περίπτωση του ΟΤΕ εμφανίστηκε το παράδοξο φαινόμενο ενός συνδικάτου που συνομολογεί μία δυσμενέστερη συλλογική σύμβαση εργασίας για τους μελλοντικούς όμως και όχι τους σημερινούς εργαζομένους. Μια τέτοια αντίληψη για τη συλλογική αυτονομία παραβιάζει την αρχή της αλληλεγγύης των γενεών, δηλαδή την αρχή της ισότητας, καθώς εργαζόμενοι που προσφέρουν ίδιας ποιότητας εργασία, υπό ίδιες συνθήκες, την ίδια περίοδο και στον ίδιο εργοδότη, τίθενται υπό διαφορετικό νομικό καθεστώς με μόνο κριτήριο το χρόνο πρόσληψης.
Όποιος λοιπόν αναφέρεται στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και στη συλλογική διαπραγμάτευση οφείλει να έχει στο νου του μία έντιμη, διαφανή και κοινωνικά ισορροπημένη αντίληψη για τη συλλογική αυτονομία σε επιχειρησιακό, κλαδικό και εθνικό επίπεδο, ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο έχουν συναφθεί και οι ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις. Η παραπομπή στη συλλογική αυτονομία και η δήλωση σεβασμού της δεν μπορεί όμως να λειτουργεί ως πολιτική και κοινωνική υπεκφυγή. Ούτε μπορεί να ζητείται επίδειξη κοινωνικής ευθύνης μόνον ή κυρίως από την πλευρά των εργαζομένων.
Κάποιοι προφανώς πιστεύουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι «διαρθρωτική αλλαγή» είναι μόνον ή κυρίως η μείωση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων με στόχο τη μείωση του συνολικού κόστους εργασίας, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και ιδίως των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο και κινούνται σε τομείς της αγοράς απελευθερωμένους και ανοικτούς στον ανταγωνισμό.
Για τον πολίτη όμως «διαρθρωτική αλλαγή» σημαίνει κάτι που του προσφέρει καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες, νέες θέσεις απασχόλησης, μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης, ισχυρότερο αίσθημα ασφάλειας. Στον ΟΤΕ π.χ. διαρθρωτική αλλαγή ήταν η χορήγηση άδειας κινητής τηλεφωνίας που δόθηκε από εμένα ως Υπουργό Μεταφορών μόλις το 1995, γιατί ο ΟΤΕ είχε αποκλειστεί το 1990-1993 από τη νέα αυτή αγορά. Η οπτική γωνία του πολίτη είναι κατά βάθος και η οπτική γωνία της εθνικής οικονομίας.
Αν ο εργαζόμενος καλείται να διαπραγματευτεί όλα όσα έχει, δηλαδή τα εργασιακά και ασφαλιστικά του δικαιώματα, είναι λογικό η εργοδοτική πλευρά (ιδίως όταν σε αυτήν έχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή το ίδιο το δημόσιο) να προσέλθει με τις δικές της ευθύνες και αντιπαροχές. Είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος την οικονομική και κοινωνική ισορροπία όλης αυτής της συζήτησης, όταν γίνεται λόγος για τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, αλλά δεν γίνεται καθόλου λόγος για στρατηγικά σχέδια ανάπτυξης, επενδύσεις, ανανέωση του κεφαλαιολογικού εξοπλισμού και τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, καθώς και για άλλα μέτρα αύξησης της αποδοτικότητας του κεφαλαίου ή όταν δεν γίνεται λόγος για συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη, μέσα από ένα εύλογο σύστημα παροχών και κινήτρων και κυρίως, όταν δεν γίνεται λόγος για δημιουργία θέσεων εργασίας.
Μία κοινωνικά ισορροπημένη και δίκαιη συλλογική διαπραγμάτευση μπορεί και πρέπει να γίνει και σε εθνικό επίπεδο με την ενεργό εγγύηση και υποστήριξη του κράτους. Μια τέτοια όμως Εθνική Κοινωνική και Αναπτυξιακή Συμφωνία (ΕΚΑΣ) θα αποκάλυπτε αφενός μεν την απουσία ενός συγκροτημένου εθνικού σχεδίου ανάπτυξης, αφετέρου δε όχι τον ρητορικό, αλλά τον πραγματικό βαθμό κοινωνικής και αναπτυξιακής ευθύνης κάθε πλευράς και δεν αναφέρομαι στους εργαζομένους. Η εμμονή συνεπώς στην ανάγκη σεβασμού της κοινωνικής αυτονομίας οδηγεί στον οικονομικό και πολιτικό πυρήνα του προβλήματος και προσδίδει στην κάθε πλευρά τις φυσιολογικές οικονομικές και κοινωνικές της διαστάσεις και ευθύνες.
Το ΠΑΣΟΚ, παρά τα λάθη και τις παραλείψεις, έδειξε ότι μπορεί να συλλάβει και να χειριστεί την μεγάλη πρόκληση μιας εθνικής κοινωνικής και αναπτυξιακής συμφωνίας. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, και η θεμελιώδης διαφορά σε σχέση με τη Νέα Δημοκρατία, που επιλέγει την οδό του διεμβολισμού του συνδικαλιστικού κινήματος και επιχειρεί να καλλιεργήσει μία επικίνδυνη και ολισθηρή ενδοκοινωνική σύγκρουση.
Η Εθνική Κοινωνική και Αναπτυξιακή Συμφωνία μπορεί να είναι κατά κυριολεξία ένα δεύτερο ΕΚΑΣ, ένα μέρισμα ανάπτυξης για όλους τους πολίτες, που να προσφέρει στην ελληνική οικονομία τη στρατηγική ώθηση που έχει ανάγκη μέσα σε μία αμήχανη Ευρώπη και σε ένα απειλητικό και απειλούμενο κόσμο. Αυτή όμως η ΕΚΑΣ δεν αφορά μόνον ή πρωτίστως το συντελεστή εργασία, αλλά το συντελεστή κεφάλαιο: το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, την αύξηση της απασχόλησης, τον προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας με βάση τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Μόλις η κυβέρνηση μπορέσει να μιλήσει συγκροτημένα για όλα αυτά, μπορεί να ξαναχρησιμοποιήσει τον όρο διαρθρωτικές αλλαγές, που τώρα μόνον καταχρηστικά χρησιμοποιεί για να επενδύσει την πολιτική της αμηχανία, μετά το αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκε η έως τώρα πολιτική της γύρω από θέματα, όπως η «απογραφή» και ο «βασικός μέτοχος».