Το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή κυβερνητική Αριστερά, δηλαδή ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα εξουσίας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κερδίζουν τις εκλογές σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως πρόσφατα στην Ιταλία ή μετέχουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας, όπως στην Γερμανία, δεν σημαίνει από μόνο του ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά αποκτά μια στρατηγική για την Ευρώπη. Από την άλλη μεριά, αυτό δεν σημαίνει ότι η ευρωπαϊκή Δεξιά έχει μια στρατηγική για την Ευρώπη, αλλά η νεοφιλελεύθερη αυταρέσκεια σε συνδυασμό με την αδράνεια, συγκροτούν ένα επαρκές πλαίσιο, για κάποιον που σκέπτεται συντηρητικά. Ενώ για κάποιον που σκέπτεται προοδευτικά, τα πράγματα είναι πάντα πιο περίπλοκα, καθώς πρέπει να ανατρέψουμε καταστάσεις και να ανακόψουμε φυσικές ροπές με τις οποίες δεν συμβιβάζεται η ιδεολογία, η ηθική και η αισθητική της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Βέβαια, αυτό που λέγεται «ευρωπαϊκή Αριστερά», δεν υπάρχει κατά κυριολεξία. Η ευρωπαϊκή Αριστερά είναι το άθροισμα των αντιφάσεων της Αριστεράς σε κάθε χώρα – μέλος. Και αυτό, βεβαίως, οξύνεται από το γεγονός ότι παντού, σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, η Αριστερά, πρωτίστως αυτή λόγω των ευαισθησιών της, βρίσκεται αντιμέτωπη με την αμηχανία του ευρωπαϊκού φαινομένου και με την δυναμική και την μετεξέλιξη του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Άρα, βρίσκεται εσωτερικά διασπασμένη ανάμεσα σε μία φιλοευρωπαϊκή και μία ευρωσκεπτικιστική προσέγγιση, ενώ πάρα πολύ συχνά δείχνει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί πολιτικά αντιδράσεις αλλά και ολόκληρα κοινωνικά κινήματα που δεν ταξινομούνται με ευκολία στο πλαίσιο της παλιάς κλασικής τυπολογίας των κομματικών συστημάτων και των πολιτικών κομμάτων.
Άρα, όταν έχουμε τέτοιες αναστατώσεις στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών κι όταν έχουμε τόσο έντονα γνωσιολογικά προβλήματα που δεν μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στην πράξη - γιατί κάτι συμβαίνει, αλλά εμείς δεν μπορούμε να το αξιολογήσουμε και να το αφομοιώσουμε με την ταχύτητα και την επάρκεια που πρέπει - τότε πραγματικά υπάρχει μια κρίση στρατηγικής, μια κρίση της πολιτικής, η οποία γενικεύεται.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο όλα αυτά γίνονται πιο έντονα, γιατί κάθε χώρα έχει το δικό της πολιτικό σύστημα, λιγότερο ή περισσότερο καλό, που λειτουργεί, που έχει μια παράδοση, που έχει θεσμούς, που παρέχει κάποιες εγγυήσεις διαφάνειας, αλλά οι πολιτικοί κύκλοι των κρατών – μελών είναι ασυντόνιστοι, καθώς δεν συμπίπτουν χρονικά οι κρίσιμες εξελίξεις και ιδίως οι εθνικές βουλευτικές εκλογές που αναδεικνύουν τις κυβερνήσεις. Και έτσι, η Ευρώπη συνολικά παραμένει πάντα ένα μεγάλο πεδίο διακυβερνητικής πρωτίστως διαπραγμάτευσης αλλά και διακομματικής συνεργασίας: Ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά, εργατικά, χριστιανοδημοκρατικά, συντηρητικά, φιλελεύθερα κόμματα, τώρα ακόμη και κόμματα της άκρας ευρωπαϊκής Δεξιάς, μετέχουν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς, συνεργάζονται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο Υπουργών. Διαμορφώνεται κατά τον τρόπο αυτό ένας πανευρωπαϊκός διαρκής ή μάλλον κυλιόμενος μεγάλος συνασπισμός, ο οποίος στερεί από τον Ευρωπαίο πολίτη την αίσθηση της σαφήνειας ως προς το ποιος έχει τον τελικό λόγο και άρα την ευθύνη και ως προς το ποια κατεύθυνση βαδίζει η Ευρώπη συνολικά ως ήπειρος.
Αυτό νομίζω ότι επηρεάζει καταλυτικά την δυνατότητα της Αριστεράς να αρθρώσει έναν στρατηγικό κυβερνητικό λόγο, αλλά και να μπορέσει να απαντήσει στα «κλασικά» οικονομικά, κοινωνικά και αναπτυξιακά αλλά και στα νέα πολιτικά ζητήματα, είτε αυτά είναι ηθικά, περιβαλλοντολογικά ή ανθρωπολογικά, είτε είναι πολιτισμικά. Άλλωστε σε πολλά θέματα το «εποικοδόμημα»: ο πολιτισμός, η συνείδηση, η ιδεολογία, η ηθική, η αισθητική, είναι προφανές ότι παίρνει μία ενδιαφέρουσα «εκδίκηση» σε σχέση με την οικονομία. Κι αυτό είναι κάτι που κανονικά θα έπρεπε να χαροποιούσε την Αριστερά, αλλά είναι κάτι που με πολύ μεγάλη δυσκολία μπορεί να το ελέγξει και να το διαχειριστεί πολιτικά, όπως φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο κυβερνήσεις αλλά και αντιπολιτεύσεις διαφόρων χρωμάτων στην Ευρώπη διαχειρίζονται την κρίση των κοινωνιών τους. Σύμπτωμα της κρίσης ή μάλλον ζήτημα που πρέπει να γίνει κατανοητό από τα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα και ιδίως από τις διάφορες εκφάνσεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς, αναμφίβολα είναι και το αποτέλεσμα του γαλλικού και του ολλανδικού δημοψηφίσματος για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.
Παρόλα αυτά, στους μη Ευρωπαίους, η Ευρώπη φαντάζει πάντα ως μια «αριστερή ήπειρος». Είναι η ήπειρος που με βάση τα κριτήρια του δημοκρατικού κοινωνικού κράτους δικαίου, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί ιστορικά στην ίδια την Ευρώπη, είναι πάντως αριστερότερη ή μάλλον προοδευτικότερη σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη περιοχή του πλανήτη. Και αυτό, παρότι μπορεί να φαίνεται ταυτολογικό, γιατί είναι μία αξιολόγηση που γίνεται με δυτικά ή μάλλον ευρωπαϊκά κριτήρια, πρακτικά είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό κεκτημένο, το οποίο πρέπει να το διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού. Μόνο που η Αριστερά για να το πετύχει αυτό πρέπει να τοποθετηθεί με σαφήνεια απέναντι στα μεγάλα ερωτήματα για την Ευρώπη, τα οποία τίθενται εκ των πραγμάτων:
- Στα ερωτήματα για το θεσμικό μέλλον της Ευρώπης, για τη λεγόμενη πολιτική ολοκλήρωση, χρειάζεται μία απάντηση της Αριστεράς, η οποία δεν θα έχει ως πρώτο ζήτημα το μέλλον του Ευρωπαϊκού Συντάγματος ή τις θεσμικές διαρρυθμίσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, π.χ. γύρω από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή τον υπουργό Εξωτερικών της Ένωσης. Αυτά τα θεωρώ τελείως δευτερεύοντα. Το πρώτο ερώτημα που θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να απαντήσει από θεσμικής πλευράς η Ευρωπαϊκή Αριστερά είναι αν θα προστατεύσουμε τα «αυτονόητα» της Ευρώπης. Δηλαδή αν η Ευρώπη θα παραμείνει η ήπειρος της δημοκρατίας και η ήπειρος των ελευθεριών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου.
Αυτό δεν είναι καθόλου, μα καθόλου αυτονόητο στις μέρες μας. Ζούσαμε στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μία ειδυλλιακή ατμόσφαιρα ευθύγραμμης εξέλιξης της ιστορίας. Πιστεύαμε ότι αυτή η αιώνια ειρήνη, η καντιανή, για την οποία γίνεται τον τελευταίο καιρό ξανά πάρα πολύ μεγάλη συζήτηση στο εσωτερικό των κοινωνιών μας, θα προστατεύει πάντα την δημοκρατίας και το κράτος δικαίου. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου απλό και βέβαιο. Η διεθνής προστασία της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει πια σε μεγάλο βαθμό μετατραπεί σε διεθνή περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο όνομα της ασφάλειας, στο όνομα του αγώνα κατά του οργανωμένου εγκλήματος, στο όνομα του αγώνα κατά της τρομοκρατίας.
Η Αριστερά χρειάζεται μια σαφή δική της απάντηση για τη δημοκρατία και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μία απάντηση για την ασφάλεια, μία απάντηση για την εγκληματικότητα, μία απάντηση για τα φαινόμενα που απασχολούν έντονα κάθε πολίτη σε μια κοινωνία που είναι σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, μια κοινωνία πολυπολιτισμική. Όταν τίθενται ζητήματα όπως αυτό που αντιμετώπισε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την μεταβίβαση των προσωπικών δεδομένων των επιβατών των πτήσεων από Ευρώπη προς τις ΗΠΑ ή όπως η διαβίβαση όλων των πληροφοριών του ευρωπαϊκού διατραπεζικού συστήματος απευθείας από την εγκατεστημένη στο Βέλγιο εταιρία SWIFT στις ΗΠΑ, δεν μπορεί η ευρωπαϊκή Αριστερά να παραμένει αδιάφορη.
Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τα κριτήρια της διεύρυνσης. Δεν μπορεί π.χ να είμαστε τόσο αυστηροί με την Τουρκία και τόσο χαλαροί με αυτά που συμβαίνουν σε ορισμένες Bαλτικές χώρες, αν θέλουμε να έχουμε μια ολοκληρωμένη αριστερή προοδευτική αντίληψη.
- Στο περιβόητο ζήτημα του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, το θέμα δεν είναι τώρα τι θα γίνει με το μέλλον του πολιτικού συντάγματος, αλλά πως θα συγχρονίσουμε τις εξελίξεις στο επίπεδο του πολιτικού συντάγματος, του κοινωνικού συντάγματος και του οικονομικού συντάγματος της Ένωσης. Στο πολιτικό σύνταγμα έχουμε μια μακρά παύση. Λειτουργεί όμως το σύστημα με την Συνθήκη της Νίκαιας. Στο κοινωνικό σύνταγμα έχουμε πολύ σημαντικές υπαναχωρήσεις, όπως φαίνεται από τον τρόπο που χειρίστηκε το τελευταίο εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (2006) το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Στο οικονομικό σύνταγμα εξακολουθεί να υπάρχει νεοφιλελεύθερος οίστρος, όπως φάνηκε από την μεγάλη συζήτηση γύρω από την οδηγία για την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών. Άρα, χρειάζεται μια τελείως διαφορετική συζήτηση γι΄ αυτό που λέγεται Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, γιατί η κατάρρευση ουσιαστικά της Συνθήκης για το Σύνταγμα έχει και τα καλά της. Μας ξαναγυρίζει πίσω στο βαθύ πολιτικό ζήτημα της Ευρώπης και δεν μας αφήνει καθηλωμένους σε μια θεσμική προσέγγιση των ευρωπαϊκών εξελίξεων.
- Αλλά το μείζον ζήτημα είναι το μοντέλο ανάπτυξης. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας. Αναρωτήθηκε ο Ντομινίκ Στρος Καν προηγουμένως: τι απαντάμε σε σχέση με τις μεγάλες έννοιες του 19ου του 18ου και του 20ου αιώνα, δηλαδή τι απαντάμε σε σχέση με τις μεγάλες έννοιες της εποχής της νεωτερικότητας: τον καπιταλισμό, το έθνος, την επανάσταση. Η απάντησή μας για τον καπιταλισμό δεν μπορεί να είναι απλώς ο εκστασιασμός μας μπροστά στη διαφαινόμενη αναδιανομή της πίτας στην παγκόσμια αγορά και τους ρυθμούς αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ, με δεδομένο ότι τώρα πια χώρες όπως η Κίνα αλλά και η Ινδία παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο διεκδικώντας ταυτόχρονα ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο. Ούτε η απάντησή μας σε σχέση με το έθνος και πιο συγκεκριμένα σε σχέση με το φαινόμενο του εθνικού κράτους, την κρίση της εθνικής κυριαρχίας αλλά και την εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των νέων εθνικών κρατών τις δύο τελευταίες δεκαετίες, μπορεί να είναι μια απάντηση γενικώς και αορίστως του τύπου «διεκδικούμε θεσμούς της παγκόσμιας δημοκρατικής διακυβέρνησης». Ούτε είναι δυνατόν να συμβιβαστούμε, με λίγες κριτικές παρατηρήσεις, μ’ αυτό που λέγεται «ανθρωπιστικός πόλεμος» ή «ανθρωπιστική επέμβαση».
Πρέπει να θέσουμε επιτακτικά και συγκεκριμένα το ζήτημα των παγκόσμιων δημοκρατικών θεσμών στο επίπεδο τόσο της πολιτικής όσο και της οικονομικής διακυβέρνησης.
Αυτό όμως ξαναφέρνει στην επιφάνεια, ως κρίσιμη βαθμίδα, το εθνικό κράτος. Γιατί αν δε διαμορφώσεις προοδευτικούς συσχετισμούς στο εθνικό κράτος, δε διαμορφώνεις προοδευτικούς συσχετισμούς στο Συμβούλιο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί αν δεν αναδειχθείς από τη χώρα σου ως πρόεδρος ή ως πρωθυπουργός, δεν μετέχεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μόνο έχοντας συνείδηση της οντότητας της Ευρώπης αλλά και την συμφωνία των κρατών - μελών, μπορεί να παίξει ρόλο στις συζητήσεις για το Συμβούλιο Ασφαλείας, για το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, να παίξει ρόλο στις συναντήσεις των μεγάλων βιομηχανικών χωρών (G8). Διαφορετικά η Ευρώπη ως πολιτική και πιο συγκεκριμένα ως διεθνής πολιτική οντότητα είναι καταδικασμένη στην ανυπαρξία ή έστω στην αμηχανία: Οι «παλιές» ευρωπαϊκές χώρες, που ως νικήτριες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχουν κατοχυρωμένο διεθνή ρόλο και είναι μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, εξακολουθούν να διαδραματίζουν το δικό τους ρόλο, ενώ το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει βαθιά διχασμένο ανάμεσα σε μία «ατλαντιστική» και μία «ευρωπαϊκή» προσέγγιση των θεμάτων. Άρα, έχει εκ των πραγμάτων κρίσιμη σημασία η βαθμίδα του εθνικού κράτους προκειμένου να διαμορφωθούν νέοι πανευρωπαϊκοί και διεθνείς συσχετισμοί, οι οποίοι να έχουν σοβαρή και συγκροτημένη οικονομία και πολιτική στόχευση.
Αυτό αφορά, σε μεγάλο βαθμό, την ίδια την ιδεολογική ταυτότητα της ευρωπαϊκής Αριστεράς, η οποία διέπεται από ένα άγχος της προόδου κι έτσι δεν μπορεί να μοιράσει οργανωμένα τον εαυτό της ανάμεσα στην «συντηρητική» ή μάλλον «εγγυητική» και την «μεταρρυθμιστική» της εκδοχή. Φοβάται π.χ. η Αριστερά να εμφανιστεί ως «συντηρητική» εκεί που πρέπει να διαφυλαχθούν κεκτημένα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου αλλά και του ευρωπαϊκού θεσμικού και πολιτισμικού μοντέλου, που είναι πάρα πολύ σημαντικά, γιατί θέλει να εμφανίζεται ως «ανατρεπτική» και «μεταρρυθμιστική». Αλλά αυτό πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο μιας δικής της αντίληψης για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα, την αναδιανομή, την προστασία της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, για ένα νέο κοινωνικό κράτος που λειτουργεί όχι ιδρυματικά, δηλαδή απορροφώντας τους πόρους χωρίς λόγο, αλλά λειτουργεί ταυτόχρονα και αναπτυξιακά. Πρέπει να ξαναβρούμε αυτήν της ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη προστασίας σοβαρών κεκτημένων και στην ανάγκη προώθησης προοδευτικότερων λύσεων, γιατί δεν υπάρχει μεταρρύθμιση χωρίς πρόσημο, προοδευτικό ή συντηρητικό.
- Και βέβαια πρέπει η Αριστερά να έχει άποψη για την εξωτερική πολιτική, την πολιτική ασφάλειας και άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή πρέπει να έχει μία άποψη για την στρατηγική σχέση μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ. Πρέπει ως εκ τούτου να προσπαθήσει να ξεπεράσει τις διαφωνίες μεταξύ των μεγάλων κομμάτων της ευρωπαϊκής κυβερνητικής Αριστεράς που είναι – όπως σημειώθηκε λίγο παραπάνω - και οι μεγάλες διαφωνίες στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής ηπείρου. Γιατί βέβαια δεν έχουν ξεπεραστεί τα μεγάλα προβλήματα πολιτικής ενότητας που αντιμετώπισε η Ευρώπη με αφορμή τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ή το Ιράκ. Το γεγονός ότι οι πρωτοβουλίες της, ακόμη και σε σχέση με προβλήματα όπως το Ιράν ή όπως η Σομαλία, είναι αμήχανες, δεν είναι ένας οιωνός πολύ καλός από την άποψη αυτή.
Βέβαια όλα αυτά καταλήγουν στο πρόβλημα της ευρωπαϊκής πολιτικής (και όχι μόνον ιστορικής ή πολιτισμικής) ταυτότητας. Η Αριστερά πρέπει, με άλλα λόγια, να ασχοληθεί και πάλι με το επίπεδο της σχετικής αυτονομίας της πολιτικής, όπου τα πάντα, η οικονομία, η πολιτική, οι θεσμοί, ο πολιτισμός, η ιστορία, η μνήμη συνοψίζονται, συγκεφαλαιώνονται και κυρίως οργανώνονται και προσανατολίζονται.
Άρα, νομίζω ότι αφετηρία μιας πραγματικά αριστερής στρατηγικής για την Ευρώπη θα ήταν η αναζωπύρωση της πολιτικής. Δηλαδή μια νέα αξιακή προσέγγιση της πολιτικής. Αυτό προϋποθέτει ένα κάποιο αριστερό πολιτικό βολονταρισμό που ξεπερνάει τις αγκυλώσεις μιας τυπικής διαχειριστικής προσέγγισης της πολιτικής. Από την άλλη, χρειάζεται κυβερνητικός ρεαλισμός και καλή γνώση και διαχείριση του συσχετισμού των δυνάμεων. Τα περιθώρια είναι μικρά. Αγωνιζόμαστε όμως γι’ αυτό το μικρό περιθώριο. Αυτό το μικρό περιθώριο είναι το άλας της Ιστορίας. Αυτό είναι που κάνει τη διαφορά. Και εμείς πρέπει να κάνουμε τη διαφορά ως ευρωπαϊκή κυβερνητική Αριστερά, αν θέλουμε να έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων και στρατηγική ικανότητα, δηλαδή ηγεμονία που σημαίνει ικανότητα διαμόρφωσης της ατζέντας. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά ακόμη δεν διαμορφώνει την ευρωπαϊκή ατζέντα. Τρέχει πίσω από την ατζέντα που διαμορφώνει η ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ιδεών. Αν αυτό δεν το ανατρέψουμε, θα είμαστε πάντα σε θέση υποδεέστερη αυτής που μας αξίζει ιστορικά.